χεροβολιά

χεροβολιά
η
βλ. χερόβολο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χεροβολιά — η, Ν 1. το να πιάνει κανείς κάτι με το χέρι, λαβή, πιάσιμο 2. χερόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερόβολο + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”